- ηλιοτρόπιο(ν)
- το бот. , мин. гелиотроп
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλιοτρόπιο — ηλιοτρόπιο, το και λιοτρόπι, το γενική ονομασία ορισμένων φυτών που τα φύλλα τους και τα λουλούδια τους στρέφονται προς τον ήλιο (διαφορετικό φυτό είναι ο ήλιος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλιοτρόπιο — I (heliotropium).Γένος δικοτυλήδονων ποωδών και σπάνια ημιθαμνωδών φυτών ύψους έως 1,50 μ. που κατάγεται από το Περού. Η επιστημονική του ονομασία είναι η. το περουβιανό. Περιλαμβάνει 250 περίπου είδη των εύκρατων περιοχών. Έχει εναλλασσόμενα… … Dictionary of Greek
δικοτυλήδονα ή δικότυλα — Κλάση φυτών (ανθόφυτα ή φανερόγαμα) με ωοκύτταρα που βρίσκονται μέσα σε ωοθήκη. Αντίθετα από τα μονοκοτυλήδονα, των οποίων οι καρποί αποτελούνται από μία κοτυληδόνα, τα δ. έχουν καρπούς ή σπέρματα με δύο κοτυληδόνες. Στα δ. ανήκουν, για… … Dictionary of Greek
Эйнар, Жан-Габриель — Жан Габриель Эйнар в молодом возрасте Жан Габриель Эйнар (фр. Jean Gabriel Eynard) (Лион 28 декабря 1775 Женева 5 февраля 1863) … Википедия
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
ηλιοστρόφι — το το ηλιοτρόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στρέφω] … Dictionary of Greek
ηλιοτροπίται — ἡλιοτροπῑται, οἱ (Μ) αιρετικοί οι οποίοι πίστευαν ότι το ορυκτό ηλιοτρόπιο είχε θεία δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιοτρόπιον] … Dictionary of Greek
ηλιοτρόπιος — ἡλιοτρόπιος, ον (Α) [ηλιοτρόπιον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό ηλιοτρόπιο … Dictionary of Greek
ηλιοχόρταρο — και ηλιόχορτο, το το ηλιοτρόπιο … Dictionary of Greek
ηλιόπους — ἡλιόπους, οδος, ὁ (Α) το ηλιοτρόπιο … Dictionary of Greek